Μ_α φορά κ_ έναν καιρό, ζούσε μ_α όμορφ_ κοπέλα που τ_ λέγανε Μαρουσώ. _ταν τρ_σχαριτωμέν_, ευγεν_κ_ και γλυκομ_λ_τ_ κ_ όλος ο κόσμος τ_ν αγαπούσε…
Image courtesy of africa/FreeDigitalPhotos.net
Π… όπως περιστέρι
Τί ι -ει-οι-η-υ ;
Μ_α φορά κ_ έναν καιρό, ζούσε μ_α όμορφ_ κοπέλα που τ_ λέγανε Μαρουσώ. _ταν τρ_σχαριτωμέν_, ευγεν_κ_ και γλυκομ_λ_τ_ κ_ όλος ο κόσμος τ_ν αγαπούσε. Παντρεύτ_κε ένα όμορφο παλ_κάρ_, τον Αλέξανδρο, και ζούσαν ευτ_χ_σμέν__. Όταν μάλ_στα κατάλαβαν πως σε λ_γους μ_νες θα αποχτούσαν ένα παιδάκ_, κόντεψαν να τρελαθούν από τ_ χαρά τους!
Δ_στ_χώς όμως έγ_νε πόλεμος κ_ ο Αλέξανδρος έπρεπε να πά__ να πολεμ_σ__… «Να μας σκέφτεσαι κάθε στ_γμ_», ψ_θ_ρ_σε δακρ_σμέν_ _ κοπελ_ά στον άντρα τ_ς, καθώς τον αποχαιρετούσε. «Θα παρακαλάω κάθε βράδ_ να τελ__ώσ__ γρ_γορα ο πόλεμος και να γ_ρ_σ__ς κοντά μας». Πόσο δ_στ_χ_σμέν_ έν_ωσε καθώς τον έβλεπε να φεύγ__!
Ο καιρός περνούσε κ_ ο πόλεμος δεν έλεγε να τελ__ώσ__. _ Μαρουσώ, καθώς δεν __χε πια νέα από τον άντρα τ_ς, γ_νόταν κάθε μέρα και π_ο λ_π_μέν_: έπαψε να τραγουδά__ τα πρω_νά, έχασε το κέφ_ και το γέλ_ο τ_ς κ_ όλ_ τ_ μέρα γ_ρ_ζε αμ_λ_τ_ μέσα στο σπ_τ_, με το χέρ_ τ_ς πάνω στ_ν κ__λ_ά τ_ς, που όλο και φούσκωνε. Ο καιρός για να γενν_σ__ πλ_σ_αζε κ_ ο αγαπ_μένος τ_ς _ταν μακρ_ά. Τα βράδ_α ξεν_χτούσε μπροστά στα __κον_σματα, έκλαιγε και παρακαλούσε: «Παναγ_ά μου, έχε τον καλά και κάνε να γ_ρ_σ__ γρ_γορα κοντά μας